εξωφυλλίζω

εξωφυλλίζω
και ξωφυλλίζω
1. βγάζω τα περιττά τραπουλόχαρτα για το παιχνίδι
2. αφαιρώ τα εξώφυλλα τού βιβλίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • exoflă — exóflă ( le), s.f. – Carte falsă, carte fără valoare la anumite jocuri de cărţi. ngr. ἐξώφυλλα (Graur, BL, IV, 78). – Der. exoflisi, vb. (a decarta), din ngr. ἐξωφυλλίζω, care ajunge să coincidă cu exoflisi, vb. (a plăti, a scăpa), din ngr.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”